ρυπτικον

ρυπτικον
    ῥυπτικόν
    τό очистительное средство Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ρυπτικον" в других словарях:

  • ῥυπτικόν — ῥυπτικός fit for cleansing from dirt masc acc sg ῥυπτικός fit for cleansing from dirt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπτικός — ή, ό / ῥυπτικός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει τους ρύπους, τις ακαθαρσίες ή αυτός που είναι κατάλληλος για καθαρισμό από ρύπους («ῥυπτικωτάτη κόνις», Πλούτ.) αρχ. καθαρτικός («ῥυπτικὸν φάρμακον» το καθάρσιο, Αριστοτ.).… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»